- τιτανώδης
- (I)-ῶδες, Α [Τιτᾱνες]1. τιτανικός, τιτάνιος («τιτανῶδες καὶ κατεγνωκὸς τοῡ θείου τὸ φρόνημα λαμβάνῃ», Αγαθαρχ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) τιτανῶδεςφοβερά («τὰς ὀφρῡς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός τι πρὸς αὐτὸν ἔρχεται, τιτανῶδες βλέπων», Λουκιαν.).————————(II)-ῶδες, Νόμοιος με τίτανο, με ασβέστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «ασβέστης». Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.